Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

ΑΦΙΕΡΩΜΑ -Η Ληστοκρατία στην Φθιώτιδα (7)

Συνέχεια ....Παρά την αμνήστευση όμως των ονομαστών ληστάρχων η κατάσταση στην Φθιώτιδα παραμένει ίδια και χειρότερη
Το 1845, μέσα σε δέκα μέρες, στη Φθιώτιδα διαπράχτηκαν:
Φόνος στο χωριό Σπαρτιά, φόνος αγροφύλακα στα αμπέλια της Λαμίας, φόνος ποιμένα και αρπαγή 15 προβάτων στη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα) Λαμίας, ληστεία στο χωριό Κάψι Τυμφρηστού, ληστές πήραν 6 πρόβατα και αφαίρεσαν τα όπλα από τους βοσκούς στη Μαστάνη (;), άλλοι ληστές άρπαξαν 20 πρόβατα του Δ. Κεμπρέκου στο Μπεκί (Σταυρό) Λαμίας.
Τα γεγονότα του 1847 και 1848 χαρακτηρίζονται από τις μεγάλες αποστασίες και ανταρσίες που αναστάτωσαν όλη τη χώρα και κυρίως την παραμεθόρια Φθιώτιδα.
Ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο φρούραρχος της Ναυπάκτου Α. Βοζαΐτης σηκώνουν τη σημαία της νέας ανταρσίας και απαιτούν την εφαρμογή του συντάγματος και την εκκαθάριση της βασιλικής αυλής.
Κατά των αποστατών η Κυβέρνηση έστειλε τον Ιωάννη Μαμούρη με στρατό, για να καταστείλει την ανταρσία.
Το νέο αυτό κίνημα στη Δυτική Ελλάδα απέτυχε χάρη στην κινητοποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων και από τους πρωτεργάτες του ο Ιωάννης Φαρμάκης πιάστηκε αιχμάλωτος, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο Α. Βοζαΐτης φυλακίστηκαν και οι άλλοι κατέφυγαν στο Τουρκικό έδαφος.
Στις 25 Μαρτίου 1848 αμνηστεύτηκαν οι αντάρτες αξιωματικοί που ήταν στο Τουρκικό Παπακώστας Τζαμάλας, Γιάννης Βελέντζας, Ευάγγελος Κοντογιάννης, ο λήσταρχος Δημήτριος Ταρκαζίκης, ο Αθανάσιος Μπαλατσός και ο Ιωάννης Φαρμάκης, εκτός από το Θοδωράκη Γρίβα, τον ταγματάρχη Α. Βοζαΐτη και το Νικόλαο Κριεζώτη.
Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ κατά το 1848, γιατί αναστατώνεται από τις ανταρσίες ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα.
Στις 24 Απριλίου 1848 ο Γ. Περρωτής καταλαμβάνει την Καλαμάτα με 700 άντρες, στις 26 ο Αριστείδης Ρέντης και Γ. Λύκος ή Χελιώτης ξεσηκώνουν την Κορινθία.
Ο Παπακώστας Τζαμάλας και ο Γιάννης Βελέντζας με 300 άντρες βρίσκονται στα ελληνικά σύνορα στο Παλιομονάστηρο της Ζαμπατιώτισσας, όπου περιμένουν να έρθει και ο Ευάγγελος Κοντογιάννης με άλλους 600 άντρες, με σκοπό να κατευθυνθούν προς τη Λαμία και ενδεχομένως κάπου αλλού. Οι κάτοικοι της Λαμίας θορυβήθηκαν από τις δυσάρεστες αυτές ειδήσεις και το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι από την αγωνία τους.
Τον Απρίλιο του 1848 οι επαναστάτες που ήταν συγκεντρωμένοι στην παραμεθόριο εισβάλλον στη Φθιώτιδα.
Συγκεκριμένα στις 9 του μήνα από το σημείο Δερβέν Φούρκα άρχισαν να μπαίνουν στο ελληνικό έδαφος.
Η Φθιώτιδα αναστατώνεται και η πόλη της Λαμίας βρίσκεται σε
ασφυκτικό πολιορκητικό κλοιό, διότι ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας κατέλαβε τη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα), ο ταγματάρχης Β. Βαλατσός τη Μεγάλη Βρύση και το Φαρδύ, ο ταγματάρχης Ευάγγελος Κοντογιάννης το Λιανοκλάδι και ο αντισυνταγματάρχης Παπακώστας Τζαμάλας κινείται προς το Μαυρολιθάρι, Χρισό, Δελφούς, Αράχοβα και Άμφισσα.
Στις 17 Απριλίου 1848 ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας
επιτίθεται εναντίον της Λαμίας, αλλά απέτυχε να την καταλάβει, γιατί
την υπεράσπιζαν οι Κυβερνητικές δυνάμεις με τον υποστράτηγο Ιωάννη Μαμούρη, τον οποίο έσπευσε να βοηθήσει από τη Θήβα ο ταγματάρχης Γαρδικιώτης Γρίβας.
Η κατάσταση ήταν καλύτερη για τον Ευάγ.Κοντογιάννη που δρούσε ανενόχλητος στην περιοχή της Υπάτης, φτάνοντας ως τη Σουβάλα (Πολύδροσο) και Αγόριανη (Επτάλοφο) Παρνασσίδας, ενώ ο Παπακώστας Τζαμάλας από το Μαυρολιθάρι κατεβαίνει και
κυριεύει την Άμφισσα.
Μετά την αποτυχία των επαναστατών να καταλάβουν τη Λαμία, στις 2 Μαΐου, αποσύρονται από τα χωριά Σαραμουσακλή, Ομέρμπεη (Ανθήλη) και Αλαμάνα και υπό τον Παπακώστα και τους ληστάρχους Καταρραχιά και Καλαμάτα με 800 άντρες κατευθύνονται προς την Υπάτη.
Αυτοί όμως, αντί να μπούν στην πόλη της Υπάτης, οχυρώθηκαν στο Παλιοχώρι και ξάφνιασαν το Γαρδικιώτη Γρίβα που τους ακολουθούσε και του προκάλεσαν πολλές απώλειες.
Ύστερα από τη μάχη στο Παλιοχώρι οι στασιαστές μπήκαν στην Υπάτη και οχυρώθηκαν σ’ αυτή μαζί με τον Κοντογιάννη που πολιορκούσε το μικρό στρατιωτικό σώμα που ήταν οχυρωμένο στο στρατώνα της πόλης.
Ο υποστράτηγος Ιωάννης Μαμούρης, αφού οι αντάρτες εγκατέλειψαν τις θέσεις του γύρω από τη Λαμία, επιτίθεται εναντίον τους στην Υπάτη και αυτοί τη νύχτα, στις 8 προς 9 Μαΐου, εγκατέλειψαν την πόλη, αφού προηγουμένως είχαν κάψει πολλά σπίτια, κατευθυνόμενοι προς την γραμμή των συνόρων .
Η Υπάτη κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των επαναστατών και των Κυβερνητικών δυνάμεων έπαθε πραγματική καταστροφή.
Το ένα τρίτο της πόλης καταστράφηκε από τους επαναστάτες και τα δύο τρίτα από τους ατάκτους του υποστρατήγου Ιωάννη Μαμούρη, μεταξύ των οποίων και η βιβλιοθήκη του Δημητρίου Αινιάνος με τα πολύτιμα χειρόγραφά της.
Όταν ο Δημήτριος Αινιάν επέστρεψε στην Υπάτη έβαλε τα κλάμματα, όταν είδε καταστραμμένη την περιουσία του.
Οι επαναστάτες καταδιωκόμενοι από τις Κυβερνητικές δυνάμεις κατέφυγαν στο Τουρκικό έδαφος με 450 έως 600 άντρες.
Ο Παπακώστας και ο Βαλατσός πήγαν στη μονή Ρεντίνας, ο Βελέντζας και Κοντογιάννης κατέφυγαν στην Καΐτσα (Μακρυρράχη) και ο Καταρραχιάς και Θεοχάρης πιάστηκαν αιχμάτωτοι και κλείστηκαν στο φρούριο της Λαμίας.
Οι νεκροί και τραυματίες και από τις δύο μεριές ξεπέρασαν τους 300, η Υπάτη αποτεφρώθηκε και οι επαρχίες της Λαμίας και της Υπάτης υπέστησαν τόσες καταστροφές,που δεν μπορεσαν να συνέλθουν ούτε ύστερα από τρία χρόνια.
Στους επαναστάτες του 1848 δόθηκε αμνηστεία εκτός από τους αρχηγούς: Παπακώστα Τζαμάλα, Ιωάννη Βελέντζα, Νικόλαο Κοντογιάννη, Ευάγγελο Βαλατσό και τους αρχιληστές Δημήτριο Ταρκαζίκη και Γεώργιο Καταρραχιά75.
Τελικά το 1850 δόθηκε αμνηστεία και στον Παπακώστα Τζαμάλα, στον Ευάγγελο Βαλατσό και στο Νικόλαο Κοντογιάννη.
Κατά πολλούς στις 16 και κατ’ άλλους στις 17 Σεπτεμβρίου 1852 το
παραμεθόριο χωριό της Γλύφας στη Φθιώτιδα γνώρισε την καταστροφή και τη βαρβαρότητα των ληστοσυμμοριών των αρχιληστών Αναστασίου Καλαμάτα, Γεωργίου Κυριάκου, Σωτήρη Σκαμπάρδονη και Κελεπούρη.
Οι αρχιληστές αυτοί μαζί με άλλους ληστές που ανέρχονταν συνολικά στους 2782 και κατ’ άλλους στους 3283 μπήκαν στο χωριό, παρουσιαζόμενοι ως μεταβατικό απόσπασμα, γιατί προπορεύονταν τρεις ληστές ντυμένοι χωροφύλακες και άλλοι πέντε ακολουθούσαν φέροντας στα φέσια τους το ελληνικό στέμμα.
Οι κάτοικοι όμως του χωριού (ήταν πενήντα οικογένειες) μόλις τους
αντιλήφθηκαν, άλλοι εγκατέλειψαν το χωριό και άλλοι οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και άρχισαν να πυροβολούν τους ληστές, σκοτώνοντας ένα ληστή και τραυματίζοντας το λήσταρχο Κελεπούρη και κάποιον άλλο ληστή. Τους σώθηκαν όμως τα πολεμοφόδια και οι ληστές βρήκαν την ευκαιρία και πλησιάζοντας στα σπίτια άρχισαν να βάζουν φωτιά σ’ αυτά.
Οι κάτοικοι απειλούμενοι από τις σφαίρες και από τη φωτιά των ληστών πηδούσαν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών τους και βρίσκονταν στη διάκριση των επιτιθεμένων.
Ο απολογισμός ήταν φοβερός. Πολλοί οι νεκροί και οι Τραυματίες στο χωριό..... Συνεχίζεται