Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

ΑΦΙΕΡΩΜΑ -Η Ληστοκρατία στην Φθιώτιδα (5)

Συνέχεια ....Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν ήταν απλώς μία από τις παραμεθόριες επαρχίες, αλλά η επαρχία που είχε εκτεταμένα σύνορα μεταξύ των δύο επικρατειών, που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο στο χωριό Μιντσέλα (Αμαλιάπουλη) και έφταναν ως του Ζαχαράκη, μια απόσταση πάνω από 150 χιλιόμετρα, και ήταν δύσκολη η φρούρηση των συνόρων λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους της που απαιτούνταν πολλές χιλιάδες στρατιωτών, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρή τότε Ελλάδα.
Αλλά δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη και η ορεινή δασώδης οροθετική γραμμή της Φθιώτιδας που δυσκόλευαν την καταπολέμηση της ληστείας, ήταν και το ληστρικό καθεστώς που επικρατούσε στην παραμεθόριο.
Οι ληστές που κινούνταν κατά μήκος της τουρκικής μεθορίου εισέρχονταν στο Ελληνικό και διέπρατταν διάφορες ληστίες. Καταδιωκόμενοι από τα ελληνικά μεταβατικά αποσπάσματα κατέφευγαν στο Τουρκικό, όπου στην κυριολεξία είχαν το άσυλό τους. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες όχι μόνο δεν τους καταδίωκαν, αλλά αντίθετα τους περιέθαλπαν και, πολλές φορές, τους κατέτασσαν στα στρατιωτικά τους σώματα, μοιράζοντας μαζί τους τη λεία τους. Λόγω των ληστρικών επιδρομών η επαρχία της Φθιώτιδας ήταν πάντοτε σχεδόν ανάστατη, υποφέροντας τόσο από τους ληστές όσο και από τη συμπεριφορά των μεταβατικών αποσπασμάτων, που κατατυραννούσαν και ζημίωναν τους κατοίκους με τα καταλύματα και την τροφοδοσία τους. Μετά από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τα αίτια που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στη ληστεία με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά της. Σαν κύριο αίτιο θεωρούμε τον ακούσιο ή εκούσιο αποκλεισμό των αγωνιστών του 1821 από το σχηματισμό του τακτικού στρατού με τη δημιουργία των ταγμάτων πρώτα από τον Ι.Καποδίστρια το 1830 και κατόπιν από την Αντιβασιλεία το 1833.
Όσοι αποκλείστηκαν, πήραν το δρόμο για τα γνωστά τους κλέφτικα λημέρια και άρχισαν τις ληστείες, για να επιβιώσουν. Στην έξαρση και στη διαιώνιση του ληστρικού φαινομένου που καταδυνάστευε τη χώρα, έρχονται, με την πάροδο του χρόνου, να προστεθούν και άλλα δευτερογενή αίτια: Η ακαταλληλότητα και η αδυναμία φρούρησης των ελληνοτουρκικών
συνόρων λόγω της βατότητας και της δασώδους οροθετικής γραμμής, που απαιτούσε πολλές στρατιωτικές δυνάμεις (10000 με 15000 άντρες), τις οποίες αδυνατούσε να διαθέσει το μικρό και νεοσύστατο ελληνικό Κράτος. Η αδυναμία φρούρησης της μεθορίου από την Ελλάδα είχε ως
αποτέλεσμα την είσοδο και την έξοδο των ληστοσυμμοριών από το Τουρκικό στο Ελληνικό και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ληστεία.
Κατά την είσοδο ή την έξοδο των ληστοσυμμοριών στις δύο γειτονικές Επικράτειες οι ληστές υποθάλπονταν τόσο στο Τουρκικό από τους Τουρκαλβανούς ή Τούρκους δερβεναγάδες, είτε με την ανοχή της τουρκικής Κυβέρνησης για να εξασθενίζει την Ελλάδα, είτε με την προστασία των δερβεναγάδων με τους οποίους διαμοίραζαν οι διάφορες λυστοσυμμορίες τα λάφυρά τους, όσο όμως και στο Ελληνικό όχι μόνο από τους βλαχοποιμένες και τους κατοίκους της υπαίθρου που εξαναγκάζονταν να τους υποθάλπουν, αλλά και από τους «τρανούς» που τους προστάτευαν
δια ίδιο όφελος και για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους. Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία και τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των αλυτρώτων αδελφών μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία εξέτρεφαν τη ληστεία, γιατί πολλοί ληστές λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά αυτά κινήματα έπαιρναν χάρη και αμνηστεύονταν για την προσφορά τους. Η μη εφαρμογή των νόμων και η μεροληπτική εφαρμογή τους υπέρ των ισχυρών και η αυστηρότητά τους έναντι των φτωχών και των αδυνάτων, οδηγούσε πολλούς στο κλαρί και στη διεκδίκηση του δίκιου τους από τους ίδιους και όχι από τη δικαιοσύνη. Οι ληστές, κατά κανόνα, τιμωρούσαν και ζητούσαν λύτρα από τους πλούσιους, τους δανειστές και τους καταπιεστές του λαού, δηλαδή από τους έχοντες, και όχι από το φτωχό λαό. Τιμωρούσαν φτωχούς ανθρώπους μόνον σε περιπτώσεις αντεκδίκησης και προδοσίας. Έτσι η εικόνα του ληστή εξιδανικεύεται στη συνείδηση του λαού και ο ληστής ηρωοποιείται και αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τα ζωηρά και ανήσυχα άτομα.
Ο ληστής λοιπόν έχει κάτι από την αίγλη των κλεφτών του 1821 και ο λαός τους θαυμάζει και τους εξυμνεί με τα ληστρικά τραγούδια, που έχουν την ίδια τεχνοτροπία και την ίδια μουσική απόδοση με τους άμεσους προγόνους τους τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη δόξα ζήλεψαν πολλοί ληστές και αρχιληστές και πήραν το δρόμο του ληστρικού βίου.
Στη συνείδηση του λαού οι ληστές δεν ήταν μόνο ήρωες αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, και κοινωνικοί συμπαραστάτες. ενίσχυαν ορφανά, προικοδοτούσαν φτωχά κορίτσια, έχτιζαν εκκλησίες και ανακαίνιζαν μοναστήρια, πράξεις που εξευγένιζαν τις ληστοπραξίες και τα εγκλήματά τους και τύγχαναν της επιδοκιμασίας του λαού, και γι’ αυτό τους απέκρυπτε, τους τροφοδοτούσε και τους φύλαγε από τα μεταβατικά αποσπάσματα.
Μεγάλες ληστείες στην Φθιώτιδα.....Συνεχίζεται