Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΥΠΑΤΗ - Διημερίδα «Μονοπάτια με θέα το περιβάλλον, το μύθο, την ιστορία και τις παραδόσεις» της Οίτης

Ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης,
με αφορμή την παγκόσμια ημέρα δασοπονίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου,
διοργανώνει σε συνεργασία με το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Κ.Π.Ε.) Στυλίδας-Υπάτης, την Εφορεία Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας & Ευρυτανίας,
το Δήμο Λαμιέων και τον Εκπολιτιστικό - Επιμορφωτικό Σύλλογο Υπαταίων «Οι Αινιάνες», επιμορφωτική διημερίδα με θέμα:
«Μονοπάτια με θέα το περιβάλλον, το μύθο, την ιστορία και τις παραδόσεις»
στην Υπάτη (σε χώρο του Γυμνασίου-Λυκείου) την Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015 στις 17:30 μ.μ. & το Σάββατο 21 Μαρτίου 2015 στις 9:30 π.μ. αντίστοιχα.
Η πρόσκληση, το αναλυτικό πρόγραμμα αναλυτικά και η αφίσα της διημερίδας βρίσκονται αναρτημένα και στην ιστοσελίδα του Φορέα Διαχείρισης (www.oiti.gr).


Η διημερίδα απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο και είναι ελεύθερη για το κοινό. Υπάρχει, επίσης, δυνατότητα μεταφοράς των συμμετεχόντων με λεωφορείο από τη Λαμία προς την Υπάτη. 
Όσοι επιθυμούν την μεταφορά τους, πρέπει να το δηλώσουν μέχρι την Τετάρτη 18-03-2015 στο τηλέφωνο: 22310-59007, καθημερινές από 7:30-15:30
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Καπετάν Ανυπόμονος - Ο αντάρτης με τα ράσα !!

( Το κείμενο γράφτηκε από τον υπογράφοντα στις 7-10-2005 )

Καπετάν Ανυπόμονος
«Κι εγώ από κεί κάνω τον ανήφορο και επήγα και βρήκα τον Αρη απάν' στην Καλοσκοπή κι από κεί στο Μαυρολιθάρ'.
Ηταν οι μέρες που ο Σαράφης αναλάμβανε στρατιωτικός διοικητής».
Τα λόγια ανήκουν σε θρυλική μορφή της Εθνικής Αντίστασης: στον παπα-Ανυπόμονο, τον αντάρτη ιερωμένο που συνδέθηκε όσο ελάχιστοι με τον Αρη Βελουχιώτη και που αναπαύεται, από την προηγούμενη βδομάδα, στις «κορυφογραμμές» της ιστορίας, πλήρης ημερών και βιωμάτων.

Είχα την τύχη μέτά από προσπάθειες χρόνων να τον συναντήσω πριν από δύο χρόνια , στη μονή Αγάθωνος, έξω από την Υπάτη.

Καίτοι υπέργηρος, σχεδόν τυφλός, ο κατά κόσμον αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος, μόλις αρχίζει να μιλά για το αντάρτικο μεταμορφώνεται.

* Γεννιέται στο Αγρίδι Αρκαδίας στα 1912. Είναι από τα μικρότερα αγόρια μιας πολυμελούς οικογένειας. Το 1934 χειροτονείται διάκονος στη Φθιώτιδα. «Το '42 διορίστηκα ηγούμενος στη μονή Αγάθωνος και ταυτόχρονα επίτροπος στη μονή Δαδιού», θυμάται. «Η περιοχή ήταν ΕΑΜοκρατούμενη. Από εδώ ξεκίνησε ο Αρης, από την καλύβα του Στεφανή έξω από τη Σπερχειάδα. Εγώ τότε δεν είχα ιδέα απ' αυτά. Πρωτομυήθηκα από ένα βιβλιαράκι του Δημήτρη Γληνού με τίτλο: "Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ", κι άρχισα να βοηθώ».
* Παράλληλα διορίζεται πρόεδρος στο Δαδί (Αμφίκλεια), πρωτοστατεί στην ανύψωση του ηθικού των κατοίκων και συμμετέχει στις επιτροπές εθνικής αλληλεγγύης. Με τους Ιταλούς παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Προδίδεται, όμως, από μια ελαττωματική γραφομηχανή: «Οι Ιταλοί είχαν έναν υπολοχαγό, Μάριο, απαίσιο στη μορφή και απαισιότερο στην ψυχή. Μια μέρα ξεκόλλησε από την πινακίδα της κοινότητας ένα χαρτί αλλά πήρε κι άλλο ένα από τη διπλανή κολόνα». Ένα στραβό πλήκτρο της γραφομηχανής αποκαλύπτει ότι οι ανακοινώσεις της κοινότητας και οι προκηρύξεις του ΕΑΜ γράφονταν από την ίδια μηχανή.
Το όπλο του Aρη
* Δεν μένει, λοιπόν, στον καλόγερο, παρά να ανηφορίσει στο βουνό. Στην Καλοσκοπή συναντιέται με την ανταρτοομάδα του Aρη και του ζητά να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
«Δεν θα αντέξετε», μου λέει. «Ε! Όσο αντέξω», του απαντώ. Στο ελατοδάσος καθίσαμε να κολατσίσουμε. Πάνω στα έλατα πηδούσε ένα σκιουράκι. Ο Αρης έβγαλε την αραβίδα του που στο κοντάκι είχε μια σφραγίδα του Αη Γιώργη. "Το κατεβάζεις παππούλη;", μου λέει. Ρίχνω μια και πάρτο κάτω το ζουλαπάκι. "Η αραβίδα είναι δική σου", μου λέει τότε ο Αρης. Και δεν την ξαναφόρεσε. Την έδωσε σε μένα».
* Την επόμενη ο πατέρας Γερμανός αποκτά το προσωνύμιο με το οποίο μένει στην ιστορία: «Στην Αγία Τριάδα, ο καπετάν Λευτέρης ο Χρυσιώτης έγραφε τους νεοκαταταγέντες.
Ο Αρης καθόταν δίπλα. "Εγώ καπετάν Λευτέρη τι ψευδώνυμο να πάρω;" τον ρωτούσα συνέχεια. "Μην είσαι ανυπόμονος!", είπε ο Αρης. Και μού 'μεινε».
* Μιλά για τον Αρη και βγάζει σπίθες:
«Ανεπανάληπτος. Είναι γύφτοι, είναι παλιανθρώποι, είναι πρόστυχοι, είναι ανέντιμοι αυτοί που λένε όσα είπανε. Δεν ήταν τυχαίος ο Αρης.
Αν τον άκουγαν, θα είμαστε αλλιώτικα τώρα.

Ηταν ο ΕΝΑΣ, που ήξερε να αξιοποιεί την προσφορά των πολλών.

Οι πολλοί υπάρχουν παντού και πάντοτε. Ο ένας λείπει. Και σήμερα ο ένας λείπει».
* Ο Ανυπόμονος γίνεται ο παπάς του έφιππου ουλαμού του γενικού στρατηγείου του ΕΛΑΣ, επίσημη ονομασία των επίλεκτων της προσωπικής φρουράς του Αρη, των περίφημων μαυροσκούφηδων.
«Θα φοράς πάντα το καλυμμαύχι. Το σταυρό δε θα τον βγάλεις ποτέ», μου έλεγε ο Αρης. "Μα δεν με βολεύει. Να βάλω μαύρο σκουφί όπως όλοι;"
"Οχι! Θα φοράς καλυμμαύχι", μου απαντούσε».
* Μιλά με την τραχιά ρουμελιώτικη προφορά, που περικλείει σαφήνεια και καθαρότητα: «Ο Aρης ήταν παιδί αστικής οικογενείας.
Έκανε το σταυρό του, έλεγε "Παναΐτσα" μου, δεν ήταν "σαπέρας", ήταν από σπίτι.
Στα χωριά όταν κάναμε λειτουργίες, έψελνε. Στη Λάσπη βάφτισε ένα παιδί. Του είχα χαρίσει ένα σταυρό και τον φορούσε πάντα κρεμασμένο στην τσέπη της καρδιάς.
Το κόμμα πάθαινε αλλεργία. Στις περισσότερες φωτογραφίες αφαίρεσαν, μετά, το σταυρό με κόλπα».
* Τα βέλη του στρέφονται κατά της τότε και των μετέπειτα ηγεσιών του ΚΚΕ, που κατέτρεχαν τον Αρη και με την αποκήρυξή του τον οδήγησαν στην αυτοκτονία:
«Τον έστειλαν στο Μοριά για να τον ξεκάνουν. Η Πελοπόννησος έβριθε από ταγματασφαλίτες. Αυτό που του έφαγε το κεφάλι ήταν η τυφλή υπακοή στο κόμμα. Αυτός ο γίγαντας τι αδυναμία είχε σ' αυτό το κόμμα;»
* Μετά την απελευθέρωση και κατόπιν προτροπής του Αρη επιστρέφει στο μοναστήρι, ηγούμενος. Υπέστη όμως ανελέητο κυνηγητό.
«Φάγαμε ξύλο. Μας πέρασε από φάλαγγα ο Βουρλάκης. Ήταν απαραίτητο να περάσουμε από φροντιστήριο».
* Στους ένθεν κακείθεν πολέμιους του Αρη, σε εκείνους που έστησαν αλλά και γκρέμισαν το άγαλμά του στην πλατεία Λαού της Λαμίας, σ' αυτούς που τον έτρεμαν ζωντανό και τον κατηγόρησαν νεκρό στέλνει ένα τελευταίο μήνυμα, επίλογο στην υστεροφημία του αντάρτικου:

«Αυτοί φθίνουν και θα σβήσουνε. Σβήνουνε ο ένας μετά τον άλλο.
Ο Αρ'ς δε "σβάει". Δεν έχει ανάγκη από ανδριάντα.

Ο Αρης έχει ανδριάντα στην ψυχή του λαού. Ανδριάντα κάνανε στον Τρούμαν και τον φυλάνε οι χωροφυλάκοι.  
Β.Μ.
Διαβάστε περισσότερα...

Αγνωστες πτυχές της Ελληνικής ιστορίας - Ο Αθανάσιος Διάκος και η Κατερίνη από την Σέλιανη...

Στην ανήσυχη εκείνη προεπαναστατική εποχή που είχε φουντώσει ο αγώνας για λευτεριά ,οι αισθηματικές ιστορίες ήταν μέρος της καθημερινότητας. 
 
Ο Διάκος και ο Γούλας έτυχε να αγαπήσουν την ίδια γυναίκα, την ωραία Κατερίνη από τη Σέλιανη, το σημερινό χωριό Μάρμαρα Φθιώτιδας . 
 
Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή. 
 
Νέα, μόλις 18 χρονών είχε ξετρελάνει όλα τα παλικάρια της περιοχής, ένας απ΄αυτούς ήταν και ο Γούλας, πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσά που ζήτησε να την παντρευτεί. 
Αλλά τον ίδιο καιρό την πολιορκούσε και ο Διάκος που ήταν όπως είπαμε πολύ όμορφος, κατά τις αντιλήψεις της ανδρικής ομορφιάς της εποχής εκείνης. 
Η Κατερίνη προτίμησε το Διάκο και έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας δεν μπόρεσε να δεχτεί τη περιφρόνηση και γύρευε αφορμή για να εκδικηθεί, όπως και έκανε με άνανδρο και μπαμπέσικο τρόπο. 
Τη συκοφάντησε και την διέσυρε ηθικά με σκηνοθετημένη πλεκτάνη στο Διάκο, την ξευτέλισε με δόλιο και πανούργο τρόπο, έτσι ώστε ο Διάκος να τον πιστέψει και να την εγκαταλείψει. ʼδοξο ήταν το τέλος της πανέμορφης Κατερίνης, η οποία από τον καημό της τρελάθηκε και της κόλλησαν το εξευτελιστικό παρατσούκλι «παλιοκατερίνη». Ξεφυλλίζοντας τις προσωπικές στιγμές του ήρωα συναντάμε το Διάκο λίγο πριν το ολοκαύτωμα της Αλαμάνας να έχει συνδεθεί με μία όμορφη κοπέλα από την Λιβαδειά που την έλεγαν Βενετσάνα. 
Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες γι αυτή. Είναι όμως ιστορικά εξακριβωμένο ότι λίγο πριν την έκρηξη της Επανάστασης ήταν επίσημα αρραβωνιασμένος με μια κοντζαμπασοπούλα της Λιβαδειάς, τη Ρόζα ή Ρωξάνη, κόρη του άρχοντα Γιάννη Φίλυνα που αργότερα, όταν σκοτώθηκε ο Διάκος, παντρεύτηκε ένα πλούσιο Αθηναίο, τον Σπύρο Ζαχαρίτσα (εγκυκλ. Γιαννίκος & Σία, Τόμος 3ος, σελ. 186-187).
 
Η Παλιοκατερινη από την Σέλιανη. 
(Αφήγηση  Ασπασία Συζ. Κων. Κολοκύθα)
 
Το σημερινό χωριό Μάρμαρα Φθιώτιδας  την εποχή της Τουρκοκρατίας έφερε το όνομα Σέλιανη και ήταν ένα από τα χωριά του Δήμου Ομιλαίων.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 860 μέτρων σε δυσπρόσιτη περιοχή όπως άλλωστε τα περισσότερα χωριά εκείνης της εποχής ,τα οποία κτίζονταν σε ορεινές περιοχές προκειμένου οι κάτοικοι τους να αποφύγουν την συμβίωση τους με τους Τούρκους καταχτητές .
Μία από τις οικογένειες της Σέλιανης ήταν η οικογένεια Σπυρίδωνος από τις ποιο πλούσιες του χωριού.
Η Κατερίνη Σπυρίδωνος ήταν μια τυπική νοικοκυρά , πανέμορφη κοπέλα όταν σε ηλικία 18 ετών την γνώρισε ο Ήρωας της επανάστασης Αθανάσιος Διάκος ,ο οποίος κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της .
¨Ήταν την εποχή που ο Αθανάσιος Διάκος είχε πετάξει τα ράσα γύρω στα 1790 και ήταν μπουλουξής κτυπώντας τους Τούρκους στη ευρύτερη περιοχή με λημέρι τα βουνά της Σέλιανης.
Από το λημέρι του κατέβαινε στη Σέλιανη πολλές φορές για να προμηθευτεί τα αναγκαία τρόφιμα για το μπουλούκι του .
Εκεί γνώρισε την Κατερίνη την οποία την ερωτεύθηκε τρελά .
Την ζήτησε από τους γονείς της ,αρραβωνιάστηκαν και από τότε με συνοδεία το πρωτοπαλίκαρο του μπαινόβγαινε στο σπίτι της.
Κάποια μέρα έφθασε στο σπίτι της μόνος του το πρωτοπαλίκαρο του Διάκου ,τις έδειξε κάποιο πειστήριο και τις είπε ότι ο Διάκος ήταν βαριά άρρωστος ,και ήταν επιθυμία του να την συναντήσει.
Χωρίς να το σκεφθεί η Κατερίνη τον ακολούθησε στη θέση Στεφάνι - Γούρνα όπου ήταν το λημέρι του Διάκου.
Όταν την είδε ξαφνικά μπροστά του ο Διάκος έγινε έξω φρενών δεν δέχτηκε καν να ακούσει τον λόγο της επίσκεψης της. ʼρχισε να την κτυπά αλύπητα μέχρι που έπεσε λιπόθυμη στο έδαφος. Της έσκισε τα ρούχα την άφησε γυμνή και με ένα ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα οι βοσκοί της περιοχής τις έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε να πάει πάλι πίσω στη Σέλιανη.
Η Κατερίνη ολόγυμνη και κουρεμένη γεμάτη ντροπή ρίζωσε στο μεγάλο βράχο πάνω από το χωριό που λεγόταν παραθύρα και πέρασε όλη την νύχτα εκεί..
Το πρωί που ξημέρωσε, κάποιος χωριανός που περνούσε από εκεί ανεβαίνοντας για τον κάμπο την βρήκε σε αυτή την άθλια κατάσταση .Η Κατερίνη κλαίγοντας του είπε όλη την ιστορία παρακαλώντας τον να την μεταφέρει στο χωριό .Αυτός λύγισε από το άθλιο θέαμα της Κατερίνης και αποφάσισε να την οδηγήσει στη Σέλιανη .
Στα πρώτα σπίτια του χωριού κρύφθηκε και ο χωριανός πήγε και της έφερε μερικά ρούχα για να ντυθεί.
Η Κατερίνη μέσα από τα στενά σοκάκια της Σέλιανης έφθασε στο σπίτι της, ο πατέρας της και τα αδέλφια της αρνήθηκαν να την δεχτούν στο σπίτι γιατί όταν ξεκίνησε να ακολουθήσει το πρωτοπαλίκαρο του Διάκου την είχαν προειδοποιήσει ότι αν κάτι δεν πάει καλά να μην τολμήσει να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι γιατί την εποχή εκείνη τα ήθη ήταν αρκετά σκληρά απαγορευόταν στις ανύπαντρες κοπέλες να βγουν από το σπίτι χωρίς την συνοδεία του πατέρα ή κάποιου αδελφού.
Όλο το χωριό γύρισε την πλάτη στη Κατερίνη γιατί θεωρούσαν ότι ατίμασε την οικογένεια της και δεν έβρισκε μέρος να κοιμηθεί ούτε σε στάβλο. Η Κατερίνη βρήκε καταφύγιο για λίγο καιρό στο υπόστεγο της Εκκλησίας και τις πήγαινε κρυφά φαγητό η γειτονιά γύρω από την Εκκλησία..
Η Κατερίνη προσπάθησε να μαλακώσει την οργή της οικογένειας της αλλά μάταιος κόπος ,αυτοί ήταν αμετάπειστοι .
Τελικά υπέκυψε στις νυχτερινές επισκέψεις των νέων του χωριού ,προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωση της . Μέσα στη δυστυχία της και την απόρριψη της από την μικρή τοπική κοινωνία ,έκανε ακόμη ένα μοιραίο λάθος ,πλημμυρισμένη από μίσος για την οικογένεια της ,τον Διάκο και όλο το χωριό αποφάσισε να εκδικηθεί.
Βρήκε καταφύγιο στα Τουρκοαλβανικά αποσπάσματα που τριγυρνούσαν στη περιοχή δίνοντας τους πληροφορίες για τους επαναστάτες και τα λημέρια τους.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έφθασε στα Γιάννενα και παρουσιάσθηκε στον Αλή Πασά και μπήκε στο χαρέμι του.
Ο Αλή Πασάς όμως είχε το προνόμιο να έχει πάντα αυτός την (πρώτη φορά )κάθε κοπέλας ,η φήμη της Κατερίνης είχε φθάσει στο χαρέμι και δεν καταδέχτηκε να πλαγιάσει μαζί της .
Πανούργος όπως ήταν ο Αλή Πασάς της πρότεινε να προσφέρει τις υπηρεσίες τις στο άτομο του και αυτή θα είχε όλα τα προνόμια που είχαν την εποχή εκείνη οι έμπιστοι του Πασά.
Με αρκετά χρήματα στην τσέπη η Κατερίνη ανέλαβε τον ρόλο της καταδότριας στη περιοχή της για άτομα που κινούνταν ενάντια στην εξουσία του αλλά ταυτόχρονα να εργάζεται και σαν προαγωγός στέλνοντας παρθένες κοπέλες στο χαρέμι του.
Κατόπιν υποδείξεως της Κατερίνης οι Αλβανοί προσπάθησαν να απαγάγουν κάποια κοπέλα στη Σέλιανη αλλά απέτυχαν ,δεν έγινε όμως το ίδιο και στο χωριό Αργύρια .
Εκεί έκλεψαν και οδήγησαν στο χαρέμι του Αλή στα Γιάννενα μια πανέμορφη κοπέλα την Βασιλική Μπαλτσάκη.

 
Αυτή η απαγωγή έμεινε στην ιστορία μέσα από το στίχο αγνώστου στιχουργού που λέει τα εξής:

Βασίλωμ΄ποιος σε πρόδωσε στ΄αλή πασά τα χέρια
Ο Κώστας το Βλαχόπουλο και η Σπυριδοκατερίνη.
 

Σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις που πέρασαν από γενιά σε γενιά όταν η Κατερίνη υπέδειξε στους Αλβανούς το σπίτι της Μπαλτσάκη έφυγε τρέχοντας προς το δάσος όπου και κρύφθηκε , ψάχνοντας να την βρουν μετά οι αλβανοί συνελάμβαναν και ανέκριναν όποιο κάτοικο της περιοχής έβρισκαν μπροστά τους. 
Κάποια στιγμή έπιασαν και το Βλαχόπουλο ο οποίος αναγκάσθηκε να υποδείξει το μέρος όπου κρυβόταν η Κατερίνη και εκεί την συνέλαβαν οδηγώντας την πάλι στα Γιάννενα. Εδώ τελειώνει η ιστορία της Κατερίνης χωρίς να διασωθεί έως σήμερα η συνέχεια της ζωής της Κατερίνης που πέρασε στην ιστορία σαν Παλιοκατερίνη από την Σέλιανη.
Β.Μ
Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Γιά την ιστορία που χάνεται ! Η Γέφυρα της Παπαδιάς

Πιθανόν πολλοί από τους αναγνώστες να έχουν ταξιδέψει με το τρένο στην διαδρομή Αθήνα –Θεσσαλονίκη  και να έχουν «θαυμάσει» την άγρια ομορφιά του τοπίου όταν το τρένο διέρχεται πάνω από μία « φοβερή » σιδερένια γέφυρα  που σε ύψος ξεπερνά τα  300 μέτρα.
Από τον  Μπράλο  έως   τη Λαμία ο μηχανοδηγός του τραίνου είναι στην τσίτα συνεχώς, μιας και η διαδρομή εδώ είναι από τις πιο δύσκολες του σιδηροδρομικού δικτύου, μέσα σ' απόκρημνα λαγκάδια κι απότομες  βουνοπλαγιές, που ασυναίσθητα «αγριεύουν » το μάτι του επιβάτη.
Στο πέρασμα των αιώνων η φύση διαμόρφωσε  βαθιές χαράδρες ενώ  οι νεροποντές  ολοκληρώσανε  με τρόπο αυθαίρετο το έργο τους κατασκευάζοντας απρόσιτα φαράγγια που έκαναν τον άνθρωπο να διαθέσει πολύ μυαλό, κόπο και έξοδα για να κατορθώσει να τα δαμάσει
Που και που κάποιο χωριό μισοεγκαταλειμμένο  κουρνιάζει σ' αυτά τα υψώματα, όπου χιμάει με ορμή ο άνεμος θαρρείς ολοσχερώς για να το ξεριζώσει.
Πέρασα ένα φεγγάρι εκεί σε μια απ' αυτές τις βαθιές  χαράδρες σαν  αρχιφύλακας  από τους μαυροσκούφηδες της Αυλώνας   στο  στρατιωτικό φυλάκιο  που φύλαγε την σιδερένια γέφυρα του τραίνου, πάνω από το ρέμα που  κυλούσε ανάμεσα στα τέσσερα σιδερένια πόδια της- τρακόσια μέτρα ύψος, μπορεί και παραπάνω με τα γερμανικά πολυβολεία στις δύο τις άκρες
Το τραίνο  ερχόμενο από την Αθήνα ξεπρόβαλε από το βάθος ενός  προπολεμικού  πέτρινου τούνελ πριν μπει πάνω στη σιδερένια γέφυρα και κάνει τα σιδερένια κόκαλά της να τρίξουν απ' το βάρος για να περάσει έπειτα σαν φίδι αργόσυρτο μπροστά απ' τη σκοπιά και το παμπάλαιο στρατιωτικό φυλάκιο,  που το πέρασμα του χρόνιου  είχε μετατρέψει σε μισο-ερείπιο  και μόνο με την προσωπική φροντίδα των στρατιωτών κατόρθωνε και έστεκε ακόμα όρθιο
Όλη αυτή  η περιοχή με τ΄ άγριο τοπίο  φέρει το όνομα ΄΄ γέφυρα της Παπαδιάς΄΄.
Διαβάστε τώρα την τραγική ιστορία που έδωσε ετούτο τ' όνομα στον τόπο αυτό.
Ήτανε λένε άλλοτε πάνω στο χωριό,,μισή ώρα δρόμο με τα πόδια απ' τη γέφυρα στη δημοσιά που πάει οδικός από τον Μπράλο στη Λαμία ένας νεαρός ιερέας βίαιος κι αυστηρός.
Μισούσε αυτούς που είχαν ξεφύγει απ΄το δρόμο του Θεού. Πρώτα αυστηρός στον ίδιο του τον εαυτό, ήταν αμείλικτος για θέματα θρησκείας μ΄ όλους τους  παραβάτες τους πιστούς.
Μα προπαντός αυτό που τον αηδίαζε και τον εξόργιζε ήτανε ένα πράγμα, ο έρωτας.
Τον καταλάμβανε ανεξέλεγκτη οργή μπροστά στο βρομερό όπως έλεγε σμίξιμο των ρυπαρών, μες τα χωράφια κάτω απ τα σκοίνα ,η πάνω στ'; άχυρα σε κάποιο στάβλο για τα ζώα του χωριού.
Ήτανε κτήνη έλεγε ετούτοι οι άνθρωποι και τους μισούσε για την βρομερή τους την ψυχή. Ακόμα και τα καλαμπούρια των γερόντων που μίλαγαν στον καφενέ
για τέτοιες απολαύσεις, τα'; άκουγε με αηδία και περιφρόνηση.
Ίσως κάποιες ορέξεις ανικανοποίητες να τον δυνάστευαν, κάποιες κρυφές επιθυμίες του κορμιού του, που τις κρατούσε δέσμιες, ο πουριτανισμός του σχήματος του τόπου και της εποχής.
Σε κάθε τι που είχε σχέση με τη σάρκα τον διαβόλευε, γίνονταν εξοφρενών, κι έσπερνε απειλές και τρομερούς υπαινιγμούς, την Κυριακή στα πύρινα κηρύγματά του, που έκαναν τις κοπελιές να κοκκινίζουν κι όλους τους  νέους να κοιτάζουν σαν χαμένοι τον παπά.
 ΄΄ Δεν παίζει ο παπάς με τέτοια πράγματα΄΄ λέγαν οι χωριανοί καθώς γυρίζανε στα σπίτια τους σαν σχόλαγε την Κυριακή η λειτουργία.
Μάλιστα μια φορά χωρίς  να συντρέχει σπουδαίος λόγος  αποτρελάθηκε εντελώς.
Μες την αυλή ενός αγροτικού σπιτιού που πήγαινε να κάνει βασκανία, είδε ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, γύρω απ'  του σκύλου το σπιτάκι μαζεμένα.
Κάτι κοιτούσανε γεμάτα περιέργεια, και χασκογέλαγαν και ο παπάς πλησίασε να δει.
Είχαν κολλήσει δυό σκυλιά που ερωτεύονταν, σ'; ένα σκοπό που η φύση τα είχε τάξει, και ήταν φυσικά περίεργο φαινόμενο για τα χαμίνια κάθε γειτονιάς.
Όμως ο μαυροφορεμένος ρασοφόρος εκεί τρελάθηκε εντελώς.
Χάνοντας κάθε έλεγχο γεμάτος αγανάχτηση, σήκωσε την ομπρέλα και άρχισε να κοπανάει τα παιδιά, που σκόρπισαν φωνάζοντας αλαλιασμένα.
 Και τότε άρχισε αφρίζοντας, αδίστακτα να κοπανάει άγρια τα σκυλιά που σπάραζαν βογκώντας από πόνο στην οργισμένη κλοτσοπατινάδα του παπά.
Τον έβρισκες ολομόναχο πολλές φορές σε περιπάτους μακρινούς μες τα χωράφια με ανοικτούς δρασκελισμούς να προχωράει με βήμα γρήγορο και με την φάτσα πάντα αγριεμένη.
 Μία Μαρτιάτικη βραδιά εκεί που επέστρεφε, κι ακολουθούσε ένα μονοπάτι, σ'; εκείνο το απόκρημνο φαράγγι , πάνω απ΄τη σιδερένια γέφυρα του τραίνου ακριβώς, για να γυρίσει στο χωριό, τον έπιασε ένα δυνατό βροχο-χαλάζι.
Ούτε ένα καταφύγιο στο δρόμο, και που σε δέντρο να ζυγώσεις μέσα στη φοβερή αστραποβροντή.
 Σφύριζε και λυσσομανούσε ο αέρας , τραβώντας απ΄τα μουσκεμένα ράσα τον
παπά, γεμίζοντας τα'; αυτιά του με βουή και με αχό την ταραγμένη του ψυχή.
Ξεσκούφωτος δίχως το καλυμμαύχι, του χτύπαγε το κούτελο η καταιγίδα, κι ήτανε τέτοιος ο χαλασμός  που δεν μπορούσε πια ούτε να κινηθεί.
Έτσι δεν το κατάλαβε πως είχε φτάσει πια σ'; εκείνο το μαντρί.
Άλλες φορές ποτέ δεν πέρναγε από εκεί, άλλαζε πάντα δρόμο, γιατί εκείνη η τσαπερδόνα η χαζούλα η βοσκοπούλα, χουνέρια του έκανε πολλά και τον περιγελούσε.
Σε κάποια μάλιστα γιορτή μεγάλη στο χωριό έξω απ'; την εκκλησία, του είχε αφελέστατα ζητήσει να την κάνει Παπαδιά.
Έτσι από τότε της έμεινε το παρατσούκλι Παπαδιά.
Όμως τούτη την ώρα ποιος τα λογάριαζε όλα αυτά, μέσα σε τούτο τον μεγάλο χαλασμό, κι έτρεξε προς τα εκεί για να βρει καταφύγιο.
Δεν σάλεψαν καθόλου τα μαντρόσκυλα, καθώς πλησίαζε το ξύλινο καλύβι.
Δρασκέλισε μια πέτρα που είχε για κατώφλι, και έφτασε στην πόρτα που ήτανε μισάνοιχτη. Ετοιμαζόντανε να μπει ο ιερέας, όταν στο μισοσκόταδο στο βάθος της καλύβας, διέκρινε δύο γυμνά κορμιά σε σφιχταγκάλιασμα.
Το ένα το γνώρισε , ήταν η βοσκοπούλα που την φωνάζαν  Παπαδιά.
Τραβήχτηκε  δίχως να πάρουν είδηση την παρουσία του, κι αμέσως πάλι ο διάολος άρχισε να του τριβελίζει το μυαλό.
Στην διπλανή την πρόχειρη αποθηκούλα με τις στοιβαγμένες πέτρες, και με τους τσίγκους από ανοιγμένους τενεκέδες για σκεπή, βάζανε πάντα οι τσοπάνηδες από του κοπαδιού το κούρεμα το μαλλί, για να το ξάνουνε αργότερα και να το γνέψουνε, πριν το υφάνουνε σε κάποιο αργαλειό.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ένα άρπαξε μεγάλο τσουβάλι με μαλλί από  την αποθήκη,
του έβαλε φωτιά με το τσακμάκι του, και το  σπρωξε με φόρα πάνω στα αγκαλιασμένα και γυμνά κορμιά κλειδομανταλώνοντας μάλιστα απ' έξω και την πόρτα.
Λαμπάδιασε ο τόπος όλος .
 Αρπάξανε μες την καλύβα οι κουρελούδες που υπήρχαν για στρωσίδια κι έπειτα αμέσως η ξύλινη με φτέρες σκεπασμένη οροφή.
 Καιγόντανε σε λίγο σαν λαμπάδες τα γυμνά κορμιά, κι όταν κατάφεραν ν' ανοίξουνε την πόρτα, αλαφιασμένοι στο σκοτάδι τρέχοντας, βρεθήκανε να πέφτουν στο γκρεμό.
Το άλλο πρωί βρεθήκανε μισοκαμένοι, κάτω στη βάση της  σιδερένιας  γέφυρας σε βάθος 300 μέτρων
 Ο διαολόπαπας  αρνήθηκε να τους κηδέψει, γιατί τάχατες λέει αυτοκτόνησαν και μάλιστα ότι το έκαναν να διαιωνίσουν την μεγάλη ηδονή.
Την  Κυριακή στο κήρυγμα ξεσάλωσε, μιλώντας για το ΄΄ου μοιχεύσεις΄΄ για Θεία δίκη, κι ένα μυστηριώδες χέρι που έστειλε στο παράνομο ζευγάρι την δίκαια τιμωρία, κι εν ώρα αμαρτίας στην καταστροφή.
Σαν σχόλασε όμως η εκκλησία, δυο χωροφύλακες δεν τον αφήσανε για να μοιράσει αντίδωρο.
Τον φώναξαν να βγει για λίγο έξω και τον συνέλαβαν.
Κάποιος γεροζητιάνος  σ΄ένα  χαντάκι κουρνιασμένος κείνη την ώρα του κατακλυσμού, είχε δει τα πάντα και δια όρκου τα ομολόγησε.
Δικάστηκε ισόβια ο παπάς, και η γέφυρα του τραίνου, που από κάτω βρέθηκαν καμένα τα νεκρά κορμιά, πήρε από τότε τ' όνομα της βοσκοπούλας , που όλοι τότε την φωνάζαν Παπαδιά.
Ο μπάρμπα Αντώνης ο μοναδικός καφετζής,, μπακάλης, τηλεφωνητής, ιεροψάλτης, και πρόεδρος  εκείνου του χωριού, που μου διηγούτανε αυτή την ιστορία κάποιο βράδυ, εκείνα τα χρόνια της θητείας μου εκεί, κατέληξε γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι του.
 Ήτανε φίλε άνθρωπος περίεργος που ίσως δεν του αρέσαν οι γυναίκες, έτσι έλεγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου,  όπου τον είχε ζήσει από κοντά.

Β.Μ
Διαβάστε περισσότερα...