Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Το πένθος της Χριστιανοσύνης !

Γράφει ο Παναγιώτης  Βαχτσαβάνης
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ:
 Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας τραγουδούν την ημέρα της Μ. Παρασκευής, την ώρα που στολίζουν τον επιτάφιο, αυτό το μοιρολόγι:
 Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
Οι φθονεροί αρχιερείς και γραμματείς οι πρώτοι χρήματα έταζαν πολλά για να ‘βρουν τον προδότη. Ως ήταν πρέπον και τιμή δώρα να ετοιμάσουν συμβούλιον εποίησαν, Αυτόν δια να πιάσουν.
Με δολερόν συμβούλιον, έστησαν την παγίδα και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν. Σημαίνει η γης σημαίν’ ο θεός, σημαίνουν τα ουράνια σημαίνει κι Αγια Σοφιά, με τσ’ δικουχτώ καμπάνες.
 Β΄ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή, τώρα είν’ Άγιες ημέρες που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.
Άκου βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες Βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της. Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα Και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο Βλέπει τον Γιάννη κ’ έρχεται δαρμένος και κλαμένος:
«Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις κι είσαι βουρκωμένος;» «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω μήτε καρδιά μου το κρατά, να στο μολογήσω» -Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει, λιποθυμάει Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο Και τρία σταμνιά ανθόνερο, ως να τη συνεφέρει κι αυτά τα λόγια λέει:
 «Να ‘ρθει η Μάρθα κι η Μαρία και του Προδρόμου η μάνα να πάρουμε όλες το στρατί, νάμαστε τρεις αντάμα» Παίρνουνε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι Και το στρατί τους έβγαλε, στ’ ατσίγγανου τη μάνα «Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είν’ αυτά που κάνεις;» «Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι μου οι Εβραίοι τέσσερα παραγγείλανε κι εγώ τα κάνω πέντε τα δυο του, δυο του γόνατα, τα δυο του, δυο του χέρια το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μεσ’ τη καρδιά του να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει λιγοθυμάει Κι όταν τη συνεφέρανε, αυτόν τον λόγο λέει: «Ανάθεμά σε ατσίγγανε εσύ και τα παιδιά σου εσύ και η φαμίλια σου κι όλα τα γονικά σου ανάθεμά σε ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις ούτε ψωμί στο ράφι σου ποτέ να αποτάξεις» Παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
Και το στρατί τους έβγαλε μπρος του Πιλάτ’ την πόρτα Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα Και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά, μανταλωμένα Άνοιξε η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της Βλέπει δεξά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει Βλέπει και ξαναδεύτερα, βλέπει τον Άγοι Γιάννη «Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου εμένα είναι ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου» «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω μήτε η καρδιά μου το βαστά, να στο ομολογήσω. Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο;
Οπού φορεί στη κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι; Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου» Πάει κοντά η Παναγιά και Τον επροσκυνάει «Κατέβα γιε μου χαμηλά, να σε γλυκοφιλήσω να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω» «Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις βάλε κρασί στον μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι να φαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες να φάνε κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες. Πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε στης Παναγιάς την πόρτα βάζει κρασί στο μαστραπά, αφράτο παξιμάδι και φάγαν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες φάγαν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες Περνά κι η Άγια Καλή και το χαμογελάει «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
«Α, να χαθείς, Άγια Καλή, ποτέ να μην γιορτάζεις ποτέ να μη βρεθεί κανείς, κεράκι να σ’ ανάβει» Όποιος τ’ ακούει σώνεται κι όποιος το λέει αγιάζει Κι όποιος το καλοαφουγκράζεται, παράδεισο θα λάβει.