Το 1886 κάποιος Λ.Κ.Τ. από τη Λαμία
ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει ινδική κάνναβη, να παράξει και να εμπορευθεί χασίς
και με επιστολή στο περιοδικό “Ελληνική Γεωργία” ζητά πληροφορίες.
Το περιοδικό,
στη στήλη “ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ”, σπεύδει να του απαντήσει (Νοεμβριος 1886, σελ.521):
“Περί Χασίς.
Τω κ. Λ.Κ.Τ. εις Λαμίαν-Δύνασθε ευκόλως και επιτυχώς να καλλιεργήσετε το ναρκωτικόν
τούτο φυτόν όπερ είναι απλώς ποικιλία της κοινής καννάβεως…”.
Τον Αύγουστο
του 1892, η “Ελληνική Γεωργία”, στην ίδια στήλη (σελ.377-378} , αφου απαντήσει
σε επιστολές αγροτών με θέματα όπως “περί γεωμήλων”, “περί καταπολεμήσεως της
φθειριάσεως της ροδακινέας”, “ροδαί προσβαλλόμεναι υπό εντόμων”, απαντά και σε
κάποιον Κ.Κ. , απο την Αθήνα, που ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει ινδική κάνναβη
και παπαρούνα για την παραγωγή οπίου.
“Περί οπίου.
Τω κ. Κ.Κ. εις Αθήνας. Το όπιον είναι ναρκωτική ουσία χρησιμοποιουμένη εν τη
φαρμακευτική. Εις τας Ινδίας, την Σινικήν και εις τινα μέρη της Ανατολής
καπνίζουσι το όπιον όπως το χασίς…..
Η καλλιέργεια
του φυτού τούτου προς παραγωγήν οπίου δεν συμφέρει παρ’ ημίν, διότι απαιτεί
πολλά ημερομίσθια, άτινα εν Ελλάδι είνε λίαν υπερτιμημένα… Προσεχώς πλειότερα”.
Για την
καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης τον παραπέμπει στο τεύχος του Νοεμβρίου του
1886, στην απάντηση στον αγρότη από την Λαμία.
Θα πρέπει οι
ενδιαφερόμενοι για την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης να ήταν πολλοί.
Μεταξύ αυτών
και το Υπουργείο Γεωργίας.
Τον Μάρτιο του 1887 (σελ.110-114) η
“Ελληνική Γεωργία” δημοσιεύει ένα κείμενο με τίτλο “ΠΕΡΙ ΧΑΣΙΣ”. Δεν το έχει συντάξει γεωπόνος ή
συνεργάτης του περιοδικού. Φέρει τον υπότιτλο “Εκθεσις του Δημάρχου Ορχομενού
της Μαντινείας” και αρχίζει ως εξής:
“Κληθέντες
όπως δώσωμεν, συνεπεία υπουργικής διαταγής, πληροφορίας περί της καλλιεργείας
και της επεξεργασίας της παραγωγής του χασίς εν τω δήμω ημών, σπεύδομεν να
εκθέσωμεν τα εξής:
Προ δεκαετίας μετεδόθη εν τω δήμω
Ορχομενού η καλλιέργεια του χασίς εκ των πέριξ δήμων της Μαντινείας, εις ους,
ως και εν Αργολίδι, εγένετο προηγουμένως δοκιμή παρ’ Αιγυπτίων, Κυπρίων και
άλλων μεταναστών της Ανατολής, οίτινες ήλθον και εδίδαξαν την καλλιέργειαν και
παρασκευήν του προϊόντος τούτου εν Ελλάδι.
Το χασίς
σπείρεται κατά Φεβρουάριον, Μάρτιον και Απρίλιον εις πρώτης ποιότητος γαίας…”.
Ακολουθούν οι
οδηγίες για την καλλιέργεια του φυτού και την παρασκευή του χασίς, τα έξοδα και
τα έσοδα του αγρότη, οι τιμές στην ελληνική αγορά και η Έκθεσις του Δημάρχου
κλείνει ως εξής “
…Αφ’ ης
ήρξατο η καλλιέργεια του είδους τούτου εν τω δήμω Ορχομενού παρατηρείται
μεγίστη γεωργική δραστηριότης”.
Το χασίς το
συσκεύαζαν σε μικρά υφασμάτινα σακκίδια που είχαν μήκος 20 έως 30 εκατοστά,
πλάτος 10 έως 15 και πάχος από 3 έως 5.
Πάνω στο ύφασμα του σακκιδίου τυπώνονταν με
μαύρο ή κόκκινο μελάνι το σήμα του εργοστασίου, το όνομα και η διεύθυνση του
εργοστασιάρχη.
Η παρασκευή
του χασίς γίνονταν σε ειδικά εργοστάσια, στη Τρίπολη, που απασχολούσαν γύρω
στους 80 με 100 εργάτες.
Τρία από αυτά
τα σακκίδια μεταφέρθηκαν από την Μέση Ανατολή και δωρήθηκαν στο φαρμακογνωστικό
Μουσείο της Φαρμακευτικής Σχολής του Παρισιού. Πάνω στο ύφασμα, με κόκκινο
μελάνι, ήταν γραμμένες οι λέξεις:
ΕΞΤΡΑ Δ.Ι.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. (Ολα αυτά
τα στοιχεία υπάρχουν στο βιβλίο του Γ.Κ. Μακρή, “Το Ελληνικον χασίς”, 1929).
Το χασίς
εξάγονταν στις αραβικές χώρες της Β.Αφρικής και της Μέσης Ανατολής και
θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα του κόσμου, ίσως και το καλύτερο.
Λίγο πριν το
1915 καλλιεργούνταν 26.000 στρέμματα με ινδική κάνναβη το χρόνο. Η παραγωγή του
χασίς έφτανε στους 340 τόνους.
Στο τελευταίο
τέταρτο του 19ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα σε χασίς. Από
το 1875 και για μισό αιώνα οι ποσότητες του εξαγομένου ελληνικού χασίς από τα
λιμάνια της Σύρας, του Πειραιά και της θεσσαλονίκης παρουσίαζαν συνεχή αύξηση.
Από τις
ποσότητες του χασίς που είχαν κατασχεθεί στην Τύνιδα της Τυνησίας φαίνεται πως
οι περισσότερες είχαν σφραγίδα ελληνικών εργοστασίων (με κυριότερο τον οίκο
“Σταύρου Κοτσακέ εν Τριπόλει”).
Ο Δήμαρχος του Ορχομενού μας
πληροφορεί ότι κάθε στρέμμα (πρώτης ποιοτητας, γόνιμα, κοντά σε ποτάμια)
“παράγει 8Ο-100 οκάδας φύλλου”.
Ο Γ.Κ.Μακρής αναφέρει 130 οκάδες κατά μέσον
όρο (μια οκά είναι 1.300 γρ. περίπου) .
Από την ποσότητα αυτή παράγονταν 6-9 οκάδες
χασίς (7 με 11 κιλά το στρέμμα). Οι παραγωγοί πωλούσαν την οκά 12-20 δραχμές (ο
Δήμαρχος μας λέει ότι “το ημερομίσθιον προς εκφύλλισμα και κατασκευή της
κόνεως, εργασιών τελουμένων συνήθως υπό γυναικών, κορασίων και παίδων,
πληρώνεται από 1-1.50 δραχ…”). Εισέπρατταν δηλαδή από κάθε στρέμμα το λιγότερο
72 δρχ.και το περισσότερο 180 δρχ.
Τα έξοδα ανά
στρέμμα ανέρχονταν στις 9 με 12 δραχμές. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί ο Δήμαρχος
γράφει στην ΄Εκθεσίν του “παρατηρείται μεγίστη γεωργική δραστηριότης”.
Το 1906 ψηφίζεται ο νόμος ΓΡΚΓ’
(3123,14/15 Ιουνίου) που φέρει τον τίτλο “Περί φορολογίας της Ινδικής καννάβεως
και περί τελωνειακών μέτρων κατά την εξαγωγήν αυτής εις την αλλοδαπήν”.
Ο νόμος
αποτελείται από τέσσερα Κεφάλαια (17 άρθρα συνολικά) εκ των οποίων το πρώτο
τιτλοφορείται: “Στρεμματική φορολογία των προς παραγωγήν ινδικής καννάβεως
σπειρωμένων γαιών”. Μερικά άρθρα του νόμου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον
Το άρθρο
1:”Επιβάλλεται από του έτους 1906 έγγειος κατά στρέμμα φόρος επί των προς
παραγωγήν Ινδικής καννάβεως (cannabis indica,
hachiche, χασίς)
σπειρομένων γαιών, οριζόμενος μετά του κατά τον ΨΙΓ΄ νόμον του 1878 ποσοστού
οδοποιίας εις δραχμάς οκτώ κατά στρέμμα”.
Άρθρο 9 :”0 φόρος εισπράττεται από της 1
Νοεμβρίου εκάστου έτους. Εάν όμως το σύνολον του φόρου εν τινι δήμω κατά
φορολογούμενον υπερβαίνη τας 100 δραχμάς, ο φόρος εισπράττεται εις μηνιαίας
δόσεις, ων εκάστη δεν δύναται να είνε κατωτέρω των 50 δραχμών”. Για να φτιάξει
τους δρόμους του το Ελληνικό Κράτος κάνει και ευκολίες στους φορολογούμενους
παραγωγούς του χασίς.
Το άρθρο 14
(Β΄ Κεφ.): “Πας εξαγωγεύς Ινδικής καννάβεως (χασίς) προορισμένης δι’ άλλους
ξένους λιμένας, πλην των Αιγυπτιακών, οφείλει, προς τη διασαφήσει της
εξαγωγής,να καταθέτη παρά τη Τελωνειακή αρχή του τόπου της φορτώσεως χρηματικήν
εγγύησιν εκ δραχμών δέκα (10) δι’ εκάστην οκάν εξαχθησομένης Ινδικής καννάβεως.
Η εγγύησις αυτή επιστρέφεται τω καταθέτη μόνον επί τη προσαγωγή πιστοποιητικού
της Ελληνικής Προξενικής αρχής, εις την περιφέρειαν της οποίας ανήκει ο λιμήν
αποβιβάσεως …”.
Το άρθρο 14
(Γ’ Κεφ.): “Δημόσιοι υπάλληλοι, δήμαρχοι ή δημαρχικοί πάρεδροι αρνούμενοι ,
αναβάλλοντες ή αμελούντες την εκτέλεσιν των δια του παρόντος νόμου επιβαλλομένων
αυτοίς καθηκόντων τιμωρούνται ανεκκλήτως με πρόστιμον μέχρι δραχμών 200 υπό του
Υπουργού των Οικονομικών , καταδιώκονται δε και ποινικώς επί αρνήσει
υπηρεσίας.”
Τα κρατικά έσοδα από την φορολογία των
αγροτών και των εξαγωγέων θα πρέπει να ήταν και μεγάλα και άκρως αναγκαία. Τα πρόστιμα αυτά ήταν άλλη μια πηγή
εσόδων. Οι φόροι και οι εγγυήσεις κατατίθενται σε έντοκο λογαριασμό της Εθνικής
Τραπέζης της Ελλάδος και “διατίθενται δε αποκλειστικώς προς αποξήρανσιν ελών
και τελμάτων, προς εκκαθάρισιν καταβοθρών, προς εκτέλεσιν υδραυλικών εν γένει
έργων και προς κατασκευήν δημοτικών οδών εν αις επαρχίαις εισπράττεται ο φόρος
ή εξ ων παρήχθη η ινδική κάνναβις , εις ην ανήκει η καταπεσούσα εγγύησις”
(άρθρο
Από τα τέλη
του 19ου αιώνα αρχίζει να απαγορεύεται η χρήση του χασίς στις αραβικές χώρες. Ο
Γ.Κ.Μακρής αναφέρει ότι “Δια της από 7ης Ιουνίου 1900 Διατάγματος απαγορεύεται
αυστηρώς εις Τύνιδα η κατοχή , πώλησις και κατανάλωσις του χασίς.
Το Διάταγμα
τούτο τυπικήν μόνον ισχύν έχον…”.
Η χρήση του χασίς είναι ευρύτατη ανάμεσα στον
πληθυσμό των αραβικών χωρών και το άριστο ελληνικό χασίς ήταν περιζήτητο, παρ’
όλες τις απαγορεύσεις. Το άρθρο 11 του παραπάνω νόμου έχει ως εξής: ”
Απαγορεύεται η δι’ Αίγυπτον εξαγωγή Ινδικής
καννάβεως εκ των λιμένων του Ελληνικού Κράτους”.
Ο Γ.Κ.Μακρής
αναφέρει όμως: “Η εξαγωγή του Ελληνικού χασίς εις το εξωτερικόν, ήτοι κυρίως,
εις Αίγυπτον ενεργείται λαθρεμπορικώς εκ μέρους των Ελλήνων εμπόρων εξ ων
πλείστοι πολλάκις εφυλακίσθησαν και επλήρωσαν πρόστιμον. Τα μέσα άτινα
μετήρχοντο όπως εξαπατήσωσι τας Αιγυπτιακάς Αρχάς και αι περιπέτειαι ας
υφίσταντο πολλοί εξ αυτών θα απήτουν ολοκλήρους τόμους δια να περιγραφώσι, καθ’
ότι η γόνιμος φαντασία των διενεργούντων το λαθρεμπόριον εξεύρισκε νέας
μεθόδους δια την εισαγωγήν του προϊόντος” (σελ. 42 ).
Τώρα
εξηγείται η χρηματική εγγύηση που έπρεπε να καταβαλλουν οι εξαγωγείς στο
Τελωνείο του τόπου της φόρτωσης (δέκα δραχμές την οκά, μεγάλο ποσό).
Για να πάρουν
πίσω την εγγύηση έπρεπε να προσκομίσουν πιστοποιητικό από την Προξενική Αρχή
της χώρας εισαγωγής ότι το χασίς έφτασε στη χώρα προορισμού και πουλήθηκε. Η
εισαγωγή όμως του χασίς είχε απαγορευθεί στις αραβικές χώρες. Η χρηματική
εγγύηση δεν επιστρεφόταν ποτέ.
Ηταν το
μερίδιο που έπαιρνε το Ελληνικόν Κράτος από τα τεράστια κέρδη των Ελλήνων
λαθρεμπόρων. ( Έτσι αποξηράναμε έλη, φτιάξαμε δρόμους . . . )
Τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αγρότες
προτιμούν να καλλιεργήσουν σιτάρι παρά ινδική κάνναβη (η τιμή του σιταριού κατά
τη διάρκεια του πολέμου είχε ανεβεί πολύ).
Από τα 1919
όμως αρχίζει και πάλι η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης. Το 1920 το Ελληνικον
Κράτος παίρνει μια πολύ σημαντική απόφαση.
Ο νομος 2107 της 11/14 Μαρτίου φέρει
τον τίτλο
“Περί
απαγορεύσεως της καλλιέργειας, της εμπορίας και της καταναλώσεως της ινδικής
κάνναβης (χασίς)” και συγκροτείται από οχτώ άρθρα. Το άρθρο 1 παρουσιάζει το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον:
“Απαγορεύεται καθ’ όλον το Κράτος η
καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως (χασίς), από 1ης δε Ιανουαρίου 1921
απαγορεύεται και η αγορά, πώλησις, κατοχή, μεταφορά αυτής ως και πάσα άλλη
δικαιοπραξία επ’ αυτής”.
Το 1924 το
Ελληνικόν Κράτος αλλάζει γνώμη.
Ο νόμος 3070
της 24/31 Μαρτίου φέρει τον τίτλο: “Περί τροποποιήσεως του Νόμου 2107 του 1920
‘περί της ινδικής καννάβεως’” και αποτελείται από δυο άρθρα.
Η παράγραφος
1 του άρθρου 1 μας ενημερώνει για την αλλαγή:”Εν άρθρω 1 του Νόμου 2107 του
1920 η περικοπή από ‘1ης δε Ιανουαρίου 1921′ αντικαθίσταται δια της από ‘1ης
Ιανουαρίου 1926′”.
Το άρθρο 2
πρέπει να παρατεθεί ως έχει:
“1. Το άρθρο 11 του Νόμου ΓΡΚΓ΄ του 1906 ‘περί
φορολογίας της ινδικής καννάβεως κλπ’ τίθεται εν ισχύη μέχρι της 1 Ιανουαρίου
1926.
– 2.Πας
εξαγωγεύς ινδικής καννάβεως προωρισμένης δι’ άλλους ξένους λιμένας, πλην των
Αιγυπτιακών, οφείλει εν τη διασαφήσει εξαγωγής να καταθέση παρά τη τελωνειακή
αρχή του τόπου της φορτώσεως γραμμάτιον παραλαβής Δημοσίου Ταμείου εμφαίνον την
εις αυτό κατάθεσιν υπέρ του Δημοσίου δραχμών πεντήκοντα(50) δι’ εκάστην οκάν
εξαχθησομένης ινδικής καννάβεως”. Λαθρεμπόριο, ξελαθρεμπόριο, έσοδα είναι αυτά.
Το Ελληνικόν Κράτος το 1925 αλλάζει
και πάλι γνώμη.
Το Νομοθετικό
Διάταγμα της 7/20 Νοεμβρίου φέρει τον τίτλο “Περί τροποποιήσεως του Νόμου 3070
του 1924″ και απαρτίζεται μόνο από ένα άρθρο:
“Άρθρον
μόνον. 1.Εν εδαφίω 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3070 η περικοπή ‘από 1 δε
Ιανουαρίου 1926 ‘ αντικαθίσταται δια της ‘από 1 δε Ιανουαρίου 1936 ‘
– 2.Εν εδαφίω 2 του άρθρου 1 και εν εδαφίω 1
του άρθρου 2 του αυτού Νόμου η περικοπή της ‘1 Ιανουαρίου 1926′ αντικαθίσταται
δια της ‘1 Ιανουαρίου 1936′”.
Άλλα δέκα
χρόνια παράταση. Άλλα δέκα χρόνια φορολόγησης των αγροτών παραγωγών χασίς, άλλα
δέκα χρόνια επιβολής χρηματικών εγγυήσεων στους λαθρεμπόρους του χασίς, αλλά
δέκα χρόνια είσπραξης εσόδων.
Το 1932 το Ελληνικον Κράτος αλλάζει
και πάλι γνώμη.
Με τον νόμο
5539 της 15/23 Ιουνίου 1932 “Περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του
ελέγχου αυτών” κλείνει η αυλαία της νόμιμης και υπό το κράτος ενισχυόμενης
καλλιέργειας ινδικής κάνναβης,παραγωγής και εξαγωγής χασίς. Περιλαμβάνει 40
άρθρα αλλά μας ενδιαφέρουν μόνο τα 1, 2 και 14.
Το άρθρο 1
καταγράφει ποιές ουσίες θεωρεί ο νόμος ως ναρκωτικά – μεταξύ αυτών και η ινδική
κάνναβη.Το άρθρο 2 είναι πολύ σύντομο:
“Η καθ’ άπαν
το Κράτος εισαγωγή και πώλησις των εν τω άρθρω 1 καθοριζομένων ναρκωτικών είναι
αποκλειστικόν δικαίωμα του Κράτους και ανήκει εις το Υπουργείο Υγιεινής.”.
Νομίζω ότι καταλαβαίνετε τι θέλει να πει. Το άρθρο 14 αναφέρει:
“Η καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως
ως και η κατοχή αυτής εν Ελλάδι απαγορεύεται.
Οι προ της
δημοσιεύσεως του παρόντος κάτοχοι ινδικής κανάβεως αποζημιούνται, κατά τα δια
διατάγματος ορισθησόμενα, και η ινδική κάνναβις καταστρέφεται.
Επίσης
αποζημιούνται, κατά τα δια διατάγματος ορισθησόμενα, οι κτηματίαι ή και οι
καλλιεργηταί των οποίων η εσοδεία εξ ινδικής καννάβεως προ ή μετά τον θερισμόν
κατεστράφη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του νόμου 2107 (σ.σ. του 1920)Εκ της
καταβληθησομένης αποζημιώσεως , ως ανωτέρω, εις τους κατόχους ινδικής καννάβεως
παρακρατείται ποσοστόν 10 % το οποίον διατίθεται δια τους ακολούθους
κοινωφελείς σκοπούς…” και αναφέρει κατασκευές αγροκηπίων, συντήρηση εθνικής
οδού, κατασκευή αμαξιτής οδού και καθαρισμό καταβοθρών κάποιου χειμάρρου. Ολα
αυτά τα δημόσια έργα στη Πελοπόννησο.
ΠΗΓΗ::http://tsouknida.com/2009/06/17/344-3/