Η πραγματική ιστορία της περιοχής Αγίας Σοφίας στη θέση Κορομπίλη Πύργου Υπάτης
Σ ε απόσταση 2 περίπου χιλιομέτρων από τον Πύργο το 847 μ.χ ανεγέρθη ο Ναός της Αγίας Σοφίας στην θέση Κορομπίλη ( όπως ονομάστηκε στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 )
την οποία η παράδοση παρουσιάζει σαν Μεγαλοπρεπή και πολύ πλούσια Μονή .
Σύμφωνα πάντα με την παράδοση η Μονή αυτή είχε πολλούς μοναχούς και ένα Μεγαλοπρεπή Ναό όμοιο με τον Ναό της Αγίας Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη ,ενώ η κτηματική της περιουσία περιελάμβανε την περιοχή μεταξύ των χωριών Νιοχώρι -Δάφνη – Ανατολή – Μάρμαρα- Κολοκυθιά – Δίλοφο – Μεσοχώρι - Καστανιά και Πύργο.
Αυτή την τεράστια περιοχή την καλλιεργούσαν οι Κολίγοι του Μοναστηριού οι οποίοι κατοικούσαν σε δικό τους συνοικισμό με δική τους Εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο.
Η σημερινή τοποθεσία του Πύργου ,Αμπέλια ήταν οι αμπελώνες του Μοναστηριού και οι δεξαμενές αποθήκευσης του κρασιού ,ήταν στην σημερινή θέση Καρούτες (λέξη σλαβική που την συναντούμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και σημαίνει ,αποθήκευση κρασιού).
Από τις δεξαμενές στις Καρούτες ,το κρασί μεταφερόταν απέναντι στο Μοναστήρι με δίκτυο πήλινων σωλήνων ενώ υπολείμματα αυτού του δικτύου βρίσκονται ακόμα και σήμερα.
Το Μοναστήρι ήταν κτισμένο μέσα σε πυκνό δάσος από βελανιδιές ,δίπλα στο δημόσιο δρόμο της εποχής Λαμίας –Λιδωρίκι ,αριστερά του ποταμού Βίστριζα στη θέση Κορομπίλη ,στο ίδιο μέρος που σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας .
Το Μάιο του 1901 με πρωτοβουλία του τότε Ιερέα του Πύργου, Παπακώστα Παπανικολάου ,οι κάτοικοι των κοινοτήτων Πύργου –Ανατολής και Περιστερίου πήγανε να κτίσουνε μεγαλύτερο Ναό ,γιατί ο παλιός ήταν μικρών διαστάσεων 4 χ 6 μ.
Μόλις όμως γκρέμισαν το μικρό αυτό Ναό και έσκαβαν τα θεμέλια του νέου Ναού σε βάθος δύο περίπου μέτρων άρχισαν να βρίσκουν κομμάτια από μάρμαρα ,εικόνες και άλλα θρησκευτικά αντικείμενα (καντήλια , σταυρούς κ.λ.) επίσης βρήκανε τρία μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια από κολώνες .
Τα ευρήματα αυτά έκαναν μεγάλη εντύπωση στους εργάτες και άρχισαν να σκάβουν ποιο βαθιά .Τότε όμως ,ενώ ο ουρανός ήταν καταγάλανος ,άρχισε να βρέχει καταρακτωδώς , μόνο στο σημείο αυτό. Οι εργάτες σταμάτησαν το σκάψιμο και σταμάτησε και η βροχή . Μετά από λίγη ώρα που ξανάρχισαν να σκάβουν η βροχή άρχισε πάλι , τότε ο παπάς είπε : η Παναγία δεν θέλει να σκάψουμε άλλο : και σταμάτησαν το σκάψιμο. Μετά από λίγες ημέρες ξαναπήγανε και αφού ισοπέδωσαν το έδαφος εντόπισαν νέο Ναό μεγαλύτερο του παλαιού, με διαστάσεις 6 χ 10 μ, και έκτισαν πάνω σε αυτό το σημερινό Ναό.
Μετά από 3 – 4 χρόνια πήγανε από την Υπάτη 6 άτομα να πάρουν μία κολώνα από τις τρεις που είχανε βρεθεί για να την μεταφέρουν στην Υπάτη και να τη χρησιμοποιήσουν στον εκεί Ιερό Ναό του Αγ.Ηρωδίωνα .Μόλις όμως την μεταφέρανε σε μικρή απόσταση δεν μπορούσαν να την σηκώσουν και να τη μεταφέρουν .Έτσι εγκατέλειψαν την κολώνα εκεί.
Σύμφωνα με την παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 μ.χ μία Τούρκικη στρατιά περνώντας το Δημόσιο δρόμο Λαμίας – Λιδωρίκι σταμάτησε στη θέση Σκάλα απέναντι από το Μοναστήρι της Αγίας Σοφίας .
Εκεί ο Τούρκος διοικητής της στρατιάς είδε το μοναστήρι απέναντι και θύμωσε γιατί ούτε ο Ηγούμενος ,ούτε άλλος αντιπρόσωπος δεν πήγε να τους χαιρετήσει και έστειλε στρατιώτες να οδηγήσουν τον Ηγούμενο και τους μοναχούς μπροστά του .Ο Ηγούμενος όχι μόνο δεν πήγε να τον χαιρετήσει ,αλλά πήρε μαζί του και τους μοναχούς και έφυγε.
Τότε ο Τούρκος διοικητής θύμωσε και διέταξε να το καταστρέψουν με κανόνια. Μετά τη καταστροφή του Μοναστηριού η περιουσία του μοιράστηκε μεταξύ των πλησιέστερων χωριών πλην μιας εκτάσεως πεντακοσίων στρεμμάτων γύρω από το Μοναστήρι.
Κατά την εποχή του Αλή Πασά ( 1790 – 1822 ) η περιοχή αυτή δόθηκε στον οπλαρχηγό του Αγά ,Γεωργάκη Κοντογιάννη ο οποίος μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας γύρω στα 1835 πούλησε την περιοχή ,για λίγα γρόσια και 200 πρόβατα στον Γραμματίκα από το Νιοχώρι. Ο Γραμματίκας κατόπιν πούλησε την περιουσία του στον Γιάννη Κουτσόβουλο,
Στο ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κάθε Δευτέρα του Πάσχα γίνεται μεγάλο πανηγύρι και αντάμωμα των κατοίκων όλων των διπλανών χωριών.
Στήν τουρκοκρατία η περιοχή διατήρησε το όνομα της .
Οι κάτοικοι προσέφεραν πολλά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και το Μακρυκάμπι της Οίτης ήταν το κέντρο συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Γκούρα του Καραισκάκη κλπ
Tο μοναστήρι της Αγίας Σοφίας Κορομπίλη είχε μεγάλη περιουσία και πολλά ζώα, μεταξύ αυτών είχε και έναν κόκορα στον οποίο είχανε κρεμάσει στο λαιμό του ένα μικρό κουδουνάκι, ο κόκορας αυτός ήταν το καμάρι του μοναστηριού.
Καθώς η θέση του Μοναστηριού ήταν σε κομβικό σημείο δίπλα στον δρόμο Λαμίας ( Ζητούνι ) –Λιδώρικι – Σάλωνα ,περνούσαν από εκεί τα Τούρκικα στρατεύματα .
Κάποια ημέρα πέρασε από το μοναστήρι ένας Τούρκος αγάς ,ο οποίος φεύγοντας ζήτησε να πάρει τον κόκορα του μοναστηριού ως λάφυρο, οι μοναχοί ζήτησαν από το Τούρκο αγά να πάρει ότι άλλο ήθελε εκτός τον κόκορα γιατί ήταν το καμάρι του μοναστηριού αλλά αυτός επέμενε πήρε τον κόκορα και έφυγε.
Πηγαίνοντας προς το Μακρυκάμπι την ώρα που περνούσε το ρέμα μέσα από τα έλατα ,πετάχτηκε ξαφνικά κάποιο αγρίμι.
Το άλογο του Αγά ξαφνιάστηκε, σηκώθηκε στα δύο του πόδια ρίχνοντας τον Αγά πάνω στις πέτρες του ποταμού. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Έντρομοι οι συνοδοί του αγά πήγαν στη γυναίκα του και διηγήθηκαν το τι ακριβώς είχε συμβεί .Τότε αυτή από το φόβο της Αγίας , έστειλε λάδι και χρήματα στο μοναστήρι
Σ ε απόσταση 2 περίπου χιλιομέτρων από τον Πύργο το 847 μ.χ ανεγέρθη ο Ναός της Αγίας Σοφίας στην θέση Κορομπίλη ( όπως ονομάστηκε στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 )
την οποία η παράδοση παρουσιάζει σαν Μεγαλοπρεπή και πολύ πλούσια Μονή .
Σύμφωνα πάντα με την παράδοση η Μονή αυτή είχε πολλούς μοναχούς και ένα Μεγαλοπρεπή Ναό όμοιο με τον Ναό της Αγίας Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη ,ενώ η κτηματική της περιουσία περιελάμβανε την περιοχή μεταξύ των χωριών Νιοχώρι -Δάφνη – Ανατολή – Μάρμαρα- Κολοκυθιά – Δίλοφο – Μεσοχώρι - Καστανιά και Πύργο.
Αυτή την τεράστια περιοχή την καλλιεργούσαν οι Κολίγοι του Μοναστηριού οι οποίοι κατοικούσαν σε δικό τους συνοικισμό με δική τους Εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο.
Η σημερινή τοποθεσία του Πύργου ,Αμπέλια ήταν οι αμπελώνες του Μοναστηριού και οι δεξαμενές αποθήκευσης του κρασιού ,ήταν στην σημερινή θέση Καρούτες (λέξη σλαβική που την συναντούμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και σημαίνει ,αποθήκευση κρασιού).
Από τις δεξαμενές στις Καρούτες ,το κρασί μεταφερόταν απέναντι στο Μοναστήρι με δίκτυο πήλινων σωλήνων ενώ υπολείμματα αυτού του δικτύου βρίσκονται ακόμα και σήμερα.
Το Μοναστήρι ήταν κτισμένο μέσα σε πυκνό δάσος από βελανιδιές ,δίπλα στο δημόσιο δρόμο της εποχής Λαμίας –Λιδωρίκι ,αριστερά του ποταμού Βίστριζα στη θέση Κορομπίλη ,στο ίδιο μέρος που σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας .
Το Μάιο του 1901 με πρωτοβουλία του τότε Ιερέα του Πύργου, Παπακώστα Παπανικολάου ,οι κάτοικοι των κοινοτήτων Πύργου –Ανατολής και Περιστερίου πήγανε να κτίσουνε μεγαλύτερο Ναό ,γιατί ο παλιός ήταν μικρών διαστάσεων 4 χ 6 μ.
Μόλις όμως γκρέμισαν το μικρό αυτό Ναό και έσκαβαν τα θεμέλια του νέου Ναού σε βάθος δύο περίπου μέτρων άρχισαν να βρίσκουν κομμάτια από μάρμαρα ,εικόνες και άλλα θρησκευτικά αντικείμενα (καντήλια , σταυρούς κ.λ.) επίσης βρήκανε τρία μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια από κολώνες .
Τα ευρήματα αυτά έκαναν μεγάλη εντύπωση στους εργάτες και άρχισαν να σκάβουν ποιο βαθιά .Τότε όμως ,ενώ ο ουρανός ήταν καταγάλανος ,άρχισε να βρέχει καταρακτωδώς , μόνο στο σημείο αυτό. Οι εργάτες σταμάτησαν το σκάψιμο και σταμάτησε και η βροχή . Μετά από λίγη ώρα που ξανάρχισαν να σκάβουν η βροχή άρχισε πάλι , τότε ο παπάς είπε : η Παναγία δεν θέλει να σκάψουμε άλλο : και σταμάτησαν το σκάψιμο. Μετά από λίγες ημέρες ξαναπήγανε και αφού ισοπέδωσαν το έδαφος εντόπισαν νέο Ναό μεγαλύτερο του παλαιού, με διαστάσεις 6 χ 10 μ, και έκτισαν πάνω σε αυτό το σημερινό Ναό.
Μετά από 3 – 4 χρόνια πήγανε από την Υπάτη 6 άτομα να πάρουν μία κολώνα από τις τρεις που είχανε βρεθεί για να την μεταφέρουν στην Υπάτη και να τη χρησιμοποιήσουν στον εκεί Ιερό Ναό του Αγ.Ηρωδίωνα .Μόλις όμως την μεταφέρανε σε μικρή απόσταση δεν μπορούσαν να την σηκώσουν και να τη μεταφέρουν .Έτσι εγκατέλειψαν την κολώνα εκεί.
Σύμφωνα με την παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 μ.χ μία Τούρκικη στρατιά περνώντας το Δημόσιο δρόμο Λαμίας – Λιδωρίκι σταμάτησε στη θέση Σκάλα απέναντι από το Μοναστήρι της Αγίας Σοφίας .
Εκεί ο Τούρκος διοικητής της στρατιάς είδε το μοναστήρι απέναντι και θύμωσε γιατί ούτε ο Ηγούμενος ,ούτε άλλος αντιπρόσωπος δεν πήγε να τους χαιρετήσει και έστειλε στρατιώτες να οδηγήσουν τον Ηγούμενο και τους μοναχούς μπροστά του .Ο Ηγούμενος όχι μόνο δεν πήγε να τον χαιρετήσει ,αλλά πήρε μαζί του και τους μοναχούς και έφυγε.
Τότε ο Τούρκος διοικητής θύμωσε και διέταξε να το καταστρέψουν με κανόνια. Μετά τη καταστροφή του Μοναστηριού η περιουσία του μοιράστηκε μεταξύ των πλησιέστερων χωριών πλην μιας εκτάσεως πεντακοσίων στρεμμάτων γύρω από το Μοναστήρι.
Κατά την εποχή του Αλή Πασά ( 1790 – 1822 ) η περιοχή αυτή δόθηκε στον οπλαρχηγό του Αγά ,Γεωργάκη Κοντογιάννη ο οποίος μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας γύρω στα 1835 πούλησε την περιοχή ,για λίγα γρόσια και 200 πρόβατα στον Γραμματίκα από το Νιοχώρι. Ο Γραμματίκας κατόπιν πούλησε την περιουσία του στον Γιάννη Κουτσόβουλο,
Στο ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κάθε Δευτέρα του Πάσχα γίνεται μεγάλο πανηγύρι και αντάμωμα των κατοίκων όλων των διπλανών χωριών.
Στήν τουρκοκρατία η περιοχή διατήρησε το όνομα της .
Οι κάτοικοι προσέφεραν πολλά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και το Μακρυκάμπι της Οίτης ήταν το κέντρο συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Γκούρα του Καραισκάκη κλπ
Tο μοναστήρι της Αγίας Σοφίας Κορομπίλη είχε μεγάλη περιουσία και πολλά ζώα, μεταξύ αυτών είχε και έναν κόκορα στον οποίο είχανε κρεμάσει στο λαιμό του ένα μικρό κουδουνάκι, ο κόκορας αυτός ήταν το καμάρι του μοναστηριού.
Καθώς η θέση του Μοναστηριού ήταν σε κομβικό σημείο δίπλα στον δρόμο Λαμίας ( Ζητούνι ) –Λιδώρικι – Σάλωνα ,περνούσαν από εκεί τα Τούρκικα στρατεύματα .
Κάποια ημέρα πέρασε από το μοναστήρι ένας Τούρκος αγάς ,ο οποίος φεύγοντας ζήτησε να πάρει τον κόκορα του μοναστηριού ως λάφυρο, οι μοναχοί ζήτησαν από το Τούρκο αγά να πάρει ότι άλλο ήθελε εκτός τον κόκορα γιατί ήταν το καμάρι του μοναστηριού αλλά αυτός επέμενε πήρε τον κόκορα και έφυγε.
Πηγαίνοντας προς το Μακρυκάμπι την ώρα που περνούσε το ρέμα μέσα από τα έλατα ,πετάχτηκε ξαφνικά κάποιο αγρίμι.
Το άλογο του Αγά ξαφνιάστηκε, σηκώθηκε στα δύο του πόδια ρίχνοντας τον Αγά πάνω στις πέτρες του ποταμού. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Έντρομοι οι συνοδοί του αγά πήγαν στη γυναίκα του και διηγήθηκαν το τι ακριβώς είχε συμβεί .Τότε αυτή από το φόβο της Αγίας , έστειλε λάδι και χρήματα στο μοναστήρι